μεταχειρώ

μεταχειρώ
μεταχειρῶ, -όω (Α)
(συν. το μέσ.) μεταχειροῡμαι, -όομαι
επιχειρώ να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + χειρῶ «κυριεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταχείρημα — και μεταχείρισμα, τὸ (Α) ο χειρισμός ενός ζητήματος, ο τρόπος αντιμετώπισης ενός θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεταχείρημα < μεταχειρῶ. Ο τ. μεταχείρισμα < μεταχειρίζομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”